διαβητικός

διαβητικός
1) cukrzycowy przym.
2) cukrzyk (m) rzecz.

Ελληνικά-Πολωνικά λεξικό.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • διαβητικός — ή, ό 1. ο σχετικός με τον σακχαρώδη διαβήτη («διαβητικό κώμα») 2. ως ουσ. αυτός που πάσχει από διαβήτη …   Dictionary of Greek

  • διαβητικός — ή, ό (ιατρ.) 1. αυτός που αναφέρεται στην αρρώστια διαβήτη: Τα κύρια διαβητικά συμπτώματα είναι η συχνουρία και η απώλεια βάρους. 2. αυτός που ασθενεί από διαβήτη: Οι διαβητικοί δεν πρέπει να τρώνε γλυκά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αντιδιαβητικός — ή, ό (για φάρμακο, δίαιτα, τροφές) αυτός που αποβλέπει στην καταπολέμηση του διαβήτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντι * + διαβητικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Παλιγγενεσία] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”